descalzo - ορισμός. Τι είναι το descalzo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι descalzo - ορισμός


descalzo         
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
descalzo         
part. pas. irreg.
Participio de descalzar.
adj.
1) Que trae desnudas las piernas o los pies, o aquellas y estos.
2) Se dice del fraile o de la monja que profesa descalcez. Se utiliza también como sustantivo.
3) fig. Desnudo, falto de recursos, sin bienes de fortuna.
descalzo         
descalzo, -a
1 adj. Con los pies desnudos.
2 (inf.; "Estar") Desprovisto o mal provisto de calzado: "Hay que comprar zapatos a los niños porque están descalzos".
3 *Pobre y carente de medios para vivir. Desnudo.
4 adj. y n. pl. Se aplica a ciertas *órdenes religiosas cuyos individuos van descalzos, y a estos individuos.

Βικιπαίδεια

Descalzo
Descalzo es el término más común para describir a alguien que no lleva puesto calzado.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για descalzo
1. Le encantaba salir descalzo para caminar por la hierba.
2. Alberto Descalzo (Ituzaingó), Julio Pereyra (Florencio Varela), Raúl Othacehé (Merlo), Mario Ishi (José C.
3. L. los recibió "con tranquilidad", en pijama, descalzo y sin oponer resistencia.
4. Más precisamente en Ituzaingó, tierra del kirchnerista y ex duhaldista Alberto Descalzo.
5. Aquí tampoco hay razones morales que valgan: incluso descalzo, un periodista puede cometer una agresión injustificable. egonzalez@elpais.es
Τι είναι descalzo - ορισμός